τύπωση — η 1. εκτύπωση, τύπωμα: Η τύπωση της εφημερίδας. 2. αποτύπωση ορισμένων σχημάτων με συμπίεση σε μέταλλα ή πλαστικές ουσίες. 3. φωτογραφική μέθοδος που αποδίδει θετική εικόνα από αρνητική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυπώσῃ — τυπώσηι , τύπωσις forming fem dat sg (epic) τυπάζω fut part act fem dat sg (attic epic ionic) τυπόω form by impress aor subj mid 2nd sg τυπόω form by impress aor subj act 3rd sg τυπόω form by impress fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυπώσηι — τύπωσις forming fem dat sg (epic) τυπώσῃ , τυπάζω fut part act fem dat sg (attic epic ionic) τυπώσῃ , τυπόω form by impress aor subj mid 2nd sg τυπώσῃ , τυπόω form by impress aor subj act 3rd sg τυπώσῃ , τυπόω form by impress fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντυπος — η, ο (Α ἔντυπος, ον) ο τυπωμένος νεοελλ. 1. αυτός που παράγεται με εκτύπωση, τυπωμένος, σταμπαρισμένος 2. το ουδ. ως ουσ. το έντυπο(ν) τυπωμένο βιβλίο, περιοδικό, φυλλάδιο κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς το χειρόγραφο ή δακτυλογραφημένο ή… … Dictionary of Greek
αναστατικός — ή, ό [ανίστημι] αναστατική μέθοδος ή αναστατική τύπωση η μέθοδος εκτύπωσης με μεταφορά της γραφής σε λιθογραφική πλάκα (από την οποία γίνεται η εκτύπωση) … Dictionary of Greek
εκτύπωση — η (AM ἐκτύπωσις) νεοελλ. η ενέργεια τού εκτυπώνω, τύπωση με τυπογραφικό πιεστήριο («η εκτύπωση τού βιβλίου καθυστερεί») αρχ. μσν. 1. ανάγλυφη αποτύπωση εικόνας 2. εικόνα, ομοίωση, σχηματισμός σύμφωνα με ένα πρότυπο 3. αλληγορία … Dictionary of Greek
επίκοπος — η, ο (AM ἐπίκοπος, ον) [επικόπτω] νεοελλ. κουρασμένος αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίκοπον το επικόπανο* αρχ. 1. αυτός που κόπηκε 2. (για δέντρο) κλαδεμένος 3. (για χαράγματα σε νομίσματα) αυτός που χτυπήθηκε, τυπώθηκε δύο φορές (γιατί την πρώτη … Dictionary of Greek
επιβολέας — ο (Α ἐπιβολεύς) νεοελλ. σιδηρουργικό εργαλείο για τη συμπιεστική τύπωση κομματιού σιδήρου αρχ. επίκληση τού Ηρακλή στους Θουρίους … Dictionary of Greek
μετατύπωση — η (ΑΜ μετατύπωσις) [μετατυπώνω] νεοελλ. τύπωση εκ νέου, ανατύπωση μσν. γραμμ. ανάλυση σύνθετης λέξης στα συνθετικά που τήν απαρτίζουν, λ.χ. ἀκρόπολις: ἄκρα πόλις αρχ. 1. (γενικά) μεταμόρφωση, μετασχηματισμός 2. γραμμ. μεταβολή γραφής … Dictionary of Greek
πρέσα — Εργαλειομηχανή κατάλληλη να παραραμορφώνει με βαθμιαία δράση συμπίεσης ένα υλικό και να το υποχρεώνει να πάρει την επιθυμητή μορφή. Η π. χρησιμοποιείται σε πολλές επεξεργασίες των μετάλλων ή των πλαστικών υλικών σφυρηλάτηση, εκτύπωση με καλούπι… … Dictionary of Greek